μηδισμός: Difference between revisions

From LSJ

Λάβε πρόνοιαν τοῦ προσήκοντος βίου → Curanda res est, ex decoro vivere → Dass du geziemend lebest, dafür sorge vor

Menander, Monostichoi, 331
(25)
(3)
Line 7: Line 7:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[μηδισμός]]) [[μηδίζω]]<br />το να παίρνει [[κάποιος]] το [[μέρος]] τών Μήδων, το να προσχωρεί ή να διάκειται ευνοϊκά [[προς]] τους Μήδους («ἐξήλασαν ἐκ τῆς πόλεως καὶ μηδισμὸν κατέγνωσαν», <b>Δημοσθ.</b>).
|mltxt=ο (Α [[μηδισμός]]) [[μηδίζω]]<br />το να παίρνει [[κάποιος]] το [[μέρος]] τών Μήδων, το να προσχωρεί ή να διάκειται ευνοϊκά [[προς]] τους Μήδους («ἐξήλασαν ἐκ τῆς πόλεως καὶ μηδισμὸν κατέγνωσαν», <b>Δημοσθ.</b>).
}}
{{elru
|elrutext='''μηδισμός:''' ὁ симпатии к мидянам или к персам, защита мидийских (персидских) интересов Her., Thuc. etc.
}}
}}

Revision as of 00:04, 1 January 2019

German (Pape)

[Seite 171] ὁ, das medisch Gesinntsein, die Vorliebe für die Meder, Her. 4, 165. 8, 92; Isocr. 4, 157.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
adhésion au parti des Mèdes ou des Perses.
Étymologie: μηδίζω.

Greek Monolingual

ο (Α μηδισμός) μηδίζω
το να παίρνει κάποιος το μέρος τών Μήδων, το να προσχωρεί ή να διάκειται ευνοϊκά προς τους Μήδους («ἐξήλασαν ἐκ τῆς πόλεως καὶ μηδισμὸν κατέγνωσαν», Δημοσθ.).

Russian (Dvoretsky)

μηδισμός: ὁ симпатии к мидянам или к персам, защита мидийских (персидских) интересов Her., Thuc. etc.