μηριαίος: Difference between revisions
From LSJ
Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn
(25) |
m (Text replacement - "αῑος" to "αῖος") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο (Α | |mltxt=-α, -ο (Α μηριαῖος, -α, -ον)<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μηρό ή στους μηρούς<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «μηριαία [[αρτηρία]]»<br /><b>ανατ.</b> η βασική [[αρτηρία]] για την [[αιμάτωση]] τών στοιχείων του μηρού<br />β) «μηριαία [[φλέβα]]»<br /><b>ανατ.</b> το βασικό απαγωγό αιμοφόρο [[αγγείο]] του μηρού<br />γ) «μηριαίο [[οστό]]»<br /><b>ανατ.</b> το μεγαλύτερο [[οστό]] του ανθρώπινου σώματος, το οποίο αποτελεί τον [[σκελετό]] του μηρού<br />δ) «μηριαίοι μύες»<br /><b>ανατ.</b> οι μύες του μηρού, οι οποίοι διακρίνονται σε πρόσθιους και οπίσθιους<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το θηλ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>αἱ μηριαῑαι</i><br />(για [[άλογο]] και [[σκύλο]]) οι μηροί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μηρός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιαῖος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>νωτ</i>-<i>ιαίος</i>)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:00, 28 March 2021
Greek Monolingual
-α, -ο (Α μηριαῖος, -α, -ον)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μηρό ή στους μηρούς
νεοελλ.
φρ. α) «μηριαία αρτηρία»
ανατ. η βασική αρτηρία για την αιμάτωση τών στοιχείων του μηρού
β) «μηριαία φλέβα»
ανατ. το βασικό απαγωγό αιμοφόρο αγγείο του μηρού
γ) «μηριαίο οστό»
ανατ. το μεγαλύτερο οστό του ανθρώπινου σώματος, το οποίο αποτελεί τον σκελετό του μηρού
δ) «μηριαίοι μύες»
ανατ. οι μύες του μηρού, οι οποίοι διακρίνονται σε πρόσθιους και οπίσθιους
αρχ.
(το θηλ. πληθ. ως ουσ.) αἱ μηριαῑαι
(για άλογο και σκύλο) οι μηροί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηρός + κατάλ. -ιαῖος (πρβλ. νωτ-ιαίος)].