μισοχρήματος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death

Source
(25)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μισοχρήματος]], -ον (Μ)<br />αυτός που μισεί τα χρήματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μισῶ</i> <span style="color: red;">+</span> [[χρῆμα]], -<i>ατος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>φιλο</i>-<i>χρήματος</i>)].
|mltxt=[[μισοχρήματος]], -ον (Μ)<br />αυτός που μισεί τα χρήματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μισῶ</i> <span style="color: red;">+</span> [[χρῆμα]], -<i>ατος</i> ([[πρβλ]]. <i>φιλο</i>-<i>χρήματος</i>)].
}}
}}

Revision as of 15:30, 23 August 2021

Greek Monolingual

μισοχρήματος, -ον (Μ)
αυτός που μισεί τα χρήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + χρῆμα, -ατος (πρβλ. φιλο-χρήματος)].