μονόκνημος: Difference between revisions

From LSJ

Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand

Menander, Monostichoi, 543
(25)
m (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μονόκνημος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει μία μόνο [[κνήμη]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[μονόκνημος]]<br />[[ονομασία]] εικόνας του Απελλή.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κνήμη]].
|mltxt=[[μονόκνημος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει μία μόνο [[κνήμη]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[μονόκνημος]]<br />[[ονομασία]] εικόνας του Απελλή.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κνήμη]].
}}
}}

Revision as of 14:15, 14 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονόκνημος Medium diacritics: μονόκνημος Low diacritics: μονόκνημος Capitals: ΜΟΝΟΚΝΗΜΟΣ
Transliteration A: monóknēmos Transliteration B: monoknēmos Transliteration C: monoknimos Beta Code: mono/knhmos

English (LSJ)

ον,

   A showing one shin, name of picture by Apelles, Petron.83.

Greek Monolingual

μονόκνημος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει μία μόνο κνήμη
2. το αρσ. ως ουσ.μονόκνημος
ονομασία εικόνας του Απελλή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + κνήμη.