Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μίνθη: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
(25)
(3)
Line 4: Line 4:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[μίνθη]] και [[μίνθα]] και [[μίνθος]])<br />η [[μέντα]] («στέφανον εἶχον κοκκυμήλων καὶ μίνθης», Ιππων.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται [[μάλλον]] για δάνεια λ. από [[γλώσσα]] του προελληνικού υποστρώματος (<b>[[πρβλ]].</b> [[καλαμίνθη]] και λατ. <i>menta</i>). Η λ. μαρτυρείται και στη Μυκηναϊκή, σε κατάλογο αρωματικών [[φυτών]]].
|mltxt=η (Α [[μίνθη]] και [[μίνθα]] και [[μίνθος]])<br />η [[μέντα]] («στέφανον εἶχον κοκκυμήλων καὶ μίνθης», Ιππων.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται [[μάλλον]] για δάνεια λ. από [[γλώσσα]] του προελληνικού υποστρώματος (<b>[[πρβλ]].</b> [[καλαμίνθη]] και λατ. <i>menta</i>). Η λ. μαρτυρείται και στη Μυκηναϊκή, σε κατάλογο αρωματικών [[φυτών]]].
}}
{{elru
|elrutext='''μίνθη:''' ἡ Arst., Sext. = [[μίνθος]].
}}
}}

Revision as of 15:04, 31 December 2018

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
menthe, plante aromatique.
Étymologie: DELG emprunt à une langue de substrat.

Greek Monolingual

η (Α μίνθη και μίνθα και μίνθος)
η μέντα («στέφανον εἶχον κοκκυμήλων καὶ μίνθης», Ιππων.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται μάλλον για δάνεια λ. από γλώσσα του προελληνικού υποστρώματος (πρβλ. καλαμίνθη και λατ. menta). Η λ. μαρτυρείται και στη Μυκηναϊκή, σε κατάλογο αρωματικών φυτών].

Russian (Dvoretsky)

μίνθη: ἡ Arst., Sext. = μίνθος.