μολόχα: Difference between revisions
From LSJ
εὐνάζειν ἀδακρύτων βλεφάρων πόθον → lull the desire of her eyes so that they weep no more
(25) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και μελόχη και [[μολόχη]], η (Α [[μολόχη]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κοινή]], [[σήμερα]], [[ονομασία]] τών 8 ελληνικών ειδών του γένους μάλβα, [[καθώς]] και τών 5 ελληνικών ειδών του γένους αλθαία<br /><b>αρχ.</b><br />το ποώδες [[φυτό]] [[μαλάχη]] η αγρία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. τ. του [[μαλάχη]]. Η [[διαφορά]] του φωνηεντισμού παραμένει ανερμήνευτη]. | |mltxt=[[μολόχα]] και [[μελόχη]] και [[μολόχη]], η (Α [[μολόχη]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κοινή]], [[σήμερα]], [[ονομασία]] τών 8 ελληνικών ειδών του γένους μάλβα, [[καθώς]] και τών 5 ελληνικών ειδών του γένους αλθαία<br /><b>αρχ.</b><br />το ποώδες [[φυτό]] [[μαλάχη]] η αγρία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. τ. του [[μαλάχη]]. Η [[διαφορά]] του φωνηεντισμού παραμένει ανερμήνευτη]. | ||
}} | }} |