νυκτονόμος: Difference between revisions

From LSJ

οὖς ἀκούει καὶ ὀφθαλμὸς ὁρᾷ κυρίου ἔργα καὶ ἀμφότερα → the hearing ear and the seeing eye; the Lord has made both of them

Source
(27)
m (pape replacement)
 
Line 4: Line 4:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νυκτονόμος]], ὁ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[νυκτινόμος]].
|mltxt=[[νυκτονόμος]], ὁ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[νυκτινόμος]].
}}
{{pape
|ptext== [[νυκτίνομος]], νυκτονόμα ὄρνεα, σκῶπες, mit diesem [[Akzente]], <i>Schol. Od</i>. 5.65.
}}
}}

Latest revision as of 16:58, 24 November 2022

Greek (Liddell-Scott)

νυκτονόμος: ἴδε νυκτινόμος.

Greek Monolingual

νυκτονόμος, ὁ (Α)
βλ. νυκτινόμος.

German (Pape)

νυκτίνομος, νυκτονόμα ὄρνεα, σκῶπες, mit diesem Akzente, Schol. Od. 5.65.