νυκτονόμος

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source

Greek (Liddell-Scott)

νυκτονόμος: ἴδε νυκτινόμος.

Greek Monolingual

νυκτονόμος, ὁ (Α)
βλ. νυκτινόμος.

German (Pape)

νυκτίνομος, νυκτονόμα ὄρνεα, σκῶπες, mit diesem Akzente, Schol. Od. 5.65.