ξενομανής: Difference between revisions

From LSJ

πανταχόθεν ἐρανίζεσθαι τὴν ἡδονήν → cull pleasure from every side, cull pleasure from every source

Source
(27)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4, $7$9]")
 
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (Α [[ξενομανής]], -ές)<br />αυτός που θαυμάζει [[μέχρι]] μανίας τους ξένους και αποδέχεται ή μιμείται τις συνήθειες τους. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ξενομανώς</i><br />με [[ξενομανία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξένος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>μανής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μαίνομαι]]), <b>πρβλ.</b> <i>ιππο</i>-<i>μανής</i>, <i>χορο</i>-<i>μανής</i>].
|mltxt=-ές (Α [[ξενομανής]], -ές)<br />αυτός που θαυμάζει [[μέχρι]] μανίας τους ξένους και αποδέχεται ή μιμείται τις συνήθειες τους. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ξενομανώς</i><br />με [[ξενομανία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξένος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>μανής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μαίνομαι]]), [[πρβλ]]. [[ιππομανής]], [[χορομανής]]].
}}
}}

Latest revision as of 16:45, 9 May 2023

Greek (Liddell-Scott)

ξενομανής: -ές, ὁ ξενομανῶν, μεταγεν.

Greek Monolingual

-ές (Α ξενομανής, -ές)
αυτός που θαυμάζει μέχρι μανίας τους ξένους και αποδέχεται ή μιμείται τις συνήθειες τους.
επίρρ...
ξενομανώς
με ξενομανία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -μανής (< μαίνομαι), πρβλ. ιππομανής, χορομανής].