νεφελώνομαι: Difference between revisions

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source
(27)
 
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Μ νεφελοῡμαι, -όομαι) [[νεφέλη]]<br /><b>1.</b> ([[ιδίως]] για ουρανό και ορίζοντα) καλύπτομαι από σύννεφα, [[συννεφιάζω]]<br /><b>2.</b> [[γίνομαι]] [[θολός]].
|mltxt=(Μ νεφελοῦμαι, -όομαι) [[νεφέλη]]<br /><b>1.</b> ([[ιδίως]] για ουρανό και ορίζοντα) καλύπτομαι από σύννεφα, [[συννεφιάζω]]<br /><b>2.</b> [[γίνομαι]] [[θολός]].
}}
}}

Latest revision as of 16:35, 26 March 2021

Greek Monolingual

(Μ νεφελοῦμαι, -όομαι) νεφέλη
1. (ιδίως για ουρανό και ορίζοντα) καλύπτομαι από σύννεφα, συννεφιάζω
2. γίνομαι θολός.