Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
Γηράσκω δ᾽ αἰεὶ πολλὰ διδασκόμενος → I grow old always learning many things
(Μ νεφελοῦμαι, -όομαι) νεφέλη1. (ιδίως για ουρανό και ορίζοντα) καλύπτομαι από σύννεφα, συννεφιάζω2. γίνομαι θολός.