ορρείον: Difference between revisions
From LSJ
(29) |
m (Text replacement - "εῑον" to "εῖον") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt= | |mltxt=ὁρρεῖον και ὅρρεον και ὁρρίον και ὡρεῖον και ὡρρεῖον, τὸ (ΑΜ)<br />[[αποθήκη]] καλά στεγασμένη και αεριζόμενη, στην οποία φυλάσσονταν τρόφιμα, [[σιτηρά]] και άλλα πολύτιμα είδη<br /><b>μσν.</b><br />[[κατάστημα]] ή [[αποθήκη]] τών βυζαντινών χρόνων που είχαν [[σχέση]] με την [[πολιτική]] του ανεφοδιασμού και τις ανάγκες της φορολογίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>horreum</i> «[[αποθήκη]] σιτηρών»]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:22, 24 August 2022
Greek Monolingual
ὁρρεῖον και ὅρρεον και ὁρρίον και ὡρεῖον και ὡρρεῖον, τὸ (ΑΜ)
αποθήκη καλά στεγασμένη και αεριζόμενη, στην οποία φυλάσσονταν τρόφιμα, σιτηρά και άλλα πολύτιμα είδη
μσν.
κατάστημα ή αποθήκη τών βυζαντινών χρόνων που είχαν σχέση με την πολιτική του ανεφοδιασμού και τις ανάγκες της φορολογίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. horreum «αποθήκη σιτηρών»].