ορρείον
From LSJ
τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out
Greek Monolingual
ὁρρεῖον και ὅρρεον και ὁρρίον και ὡρεῖον και ὡρρεῖον, τὸ (ΑΜ)
αποθήκη καλά στεγασμένη και αεριζόμενη, στην οποία φυλάσσονταν τρόφιμα, σιτηρά και άλλα πολύτιμα είδη
μσν.
κατάστημα ή αποθήκη τών βυζαντινών χρόνων που είχαν σχέση με την πολιτική του ανεφοδιασμού και τις ανάγκες της φορολογίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. horreum «αποθήκη σιτηρών»].