νταντά: Difference between revisions

From LSJ

φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air

Source
(27)
 
m (Text replacement - "————————" to "<br />")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />και ντα<br /><b>άκλ.</b> (παιδική λ.) <b>φρ.</b> «θα σε [[κάνω]] [[νταντά]]» ή «θά σέ [[κάνω]] ντα» — θα σέ [[δείρω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ηχομιμητική λ.].———————— <b>(II)</b><br />η<br />[[γυναίκα]] η οποία έχει αναλάβει τη [[φροντίδα]] και [[περιποίηση]] βρέφους ή μικρού παιδιού με [[μισθό]], [[τροφός]], [[παραμάνα]], [[γκουβερνάντα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> τουρκ. <i>dada</i>].
|mltxt=<b>(I)</b><br />και ντα<br /><b>άκλ.</b> (παιδική λ.) <b>φρ.</b> «θα σε [[κάνω]] [[νταντά]]» ή «θά σέ [[κάνω]] ντα» — θα σέ [[δείρω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ηχομιμητική λ.].<br /> <b>(II)</b><br />η<br />[[γυναίκα]] η οποία έχει αναλάβει τη [[φροντίδα]] και [[περιποίηση]] βρέφους ή μικρού παιδιού με [[μισθό]], [[τροφός]], [[παραμάνα]], [[γκουβερνάντα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> τουρκ. <i>dada</i>].
}}
}}

Latest revision as of 11:40, 9 January 2019

Greek Monolingual

(I)
και ντα
άκλ. (παιδική λ.) φρ. «θα σε κάνω νταντά» ή «θά σέ κάνω ντα» — θα σέ δείρω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λ.].
(II)
η
γυναίκα η οποία έχει αναλάβει τη φροντίδα και περιποίηση βρέφους ή μικρού παιδιού με μισθό, τροφός, παραμάνα, γκουβερνάντα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. dada].