νουθετησμός: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ γυναικὸς πώποτ' οὐδὲν διαφέρει → Nihil propemodum mulier distat mulieri → Zwischen erster Frau und zweiter ist kein Unterschied

Menander, Monostichoi, 109
(27)
(3b)
Line 12: Line 12:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νουθετησμός]], ὁ (Μ)<br />[[νουθέτηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νουθετῶ</i>, [[αντί]] [[νουθέτηση]], [[κατά]] τα παρ. σε -<i>ισμός από</i> ρ. σε -<i>ίζω</i>].
|mltxt=[[νουθετησμός]], ὁ (Μ)<br />[[νουθέτηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νουθετῶ</i>, [[αντί]] [[νουθέτηση]], [[κατά]] τα παρ. σε -<i>ισμός από</i> ρ. σε -<i>ίζω</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''νουθετησμός:''' ὁ Men. = [[νουθέτησις]].
}}
}}

Revision as of 00:32, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νουθετησμός Medium diacritics: νουθετησμός Low diacritics: νουθετησμός Capitals: ΝΟΥΘΕΤΗΣΜΟΣ
Transliteration A: nouthetēsmós Transliteration B: nouthetēsmos Transliteration C: nouthetismos Beta Code: nouqethsmo/s

English (LSJ)

ὁ, = foreg., Men.1042, censured by Poll.9.139 and Phot. (-ισμός in both Gramm.).

Greek Monolingual

νουθετησμός, ὁ (Μ)
νουθέτηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νουθετῶ, αντί νουθέτηση, κατά τα παρ. σε -ισμός από ρ. σε -ίζω].

Russian (Dvoretsky)

νουθετησμός: ὁ Men. = νουθέτησις.