οξυλάλος: Difference between revisions

From LSJ

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source
(29)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀξυλάλος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που μιλά [[γρήγορα]], [[φλύαρος]]<br /><b>2.</b> [[ετοιμόλογος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οξυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[λάλος]] «[[ομιλητικός]], [[φλύαρος]]» (<b>πρβλ.</b> <i>ηδυ</i>-[[λάλος]])].
|mltxt=[[ὀξυλάλος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που μιλά [[γρήγορα]], [[φλύαρος]]<br /><b>2.</b> [[ετοιμόλογος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οξυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[λάλος]] «[[ομιλητικός]], [[φλύαρος]]» ([[πρβλ]]. [[ηδυλάλος]])].
}}
}}

Latest revision as of 14:55, 8 May 2023

Greek Monolingual

ὀξυλάλος, -ον (Α)
1. αυτός που μιλά γρήγορα, φλύαρος
2. ετοιμόλογος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + λάλος «ομιλητικός, φλύαρος» (πρβλ. ηδυλάλος)].