ποίμνιος: Difference between revisions
From LSJ
Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.
(33) |
(3b) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ία, -ον, Α [[ποίμνη]]<br /><b>1.</b> (για [[τόπο]]) αυτός στον οποίο συχνάζουν ποίμνια<br /><b>2.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Ποίμνιος</i><br />[[προσωνυμία]] του Απόλλωνος [[κυρίως]] στην Αρκαδία. | |mltxt=-ία, -ον, Α [[ποίμνη]]<br /><b>1.</b> (για [[τόπο]]) αυτός στον οποίο συχνάζουν ποίμνια<br /><b>2.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Ποίμνιος</i><br />[[προσωνυμία]] του Απόλλωνος [[κυρίως]] στην Αρκαδία. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ποίμνιος:''' пастбищный (ἄλση Eur.). | |||
}} | }} |
Revision as of 02:24, 1 January 2019
English (LSJ)
α, ον,
A frequented by flocks, ἄλση E.Fr.740.5 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
ποίμνιος: -α, -ον, ὁ ὑπὸ ποιμνίων συχναζόμενος, ἄλση Εὐρ. Ἀποσπ. 740.
Greek Monolingual
-ία, -ον, Α ποίμνη
1. (για τόπο) αυτός στον οποίο συχνάζουν ποίμνια
2. ως κύριο όν. Ποίμνιος
προσωνυμία του Απόλλωνος κυρίως στην Αρκαδία.
Russian (Dvoretsky)
ποίμνιος: пастбищный (ἄλση Eur.).