περισσοεπής: Difference between revisions
From LSJ
Ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → Sile, melius vel loquere silentio → Was besser ist als Schweigen, sage oder schweig
(32) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]") |
||
Line 3: | Line 3: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και αττ. τ. περιττοεπής, -ές, Α<br />[[περιττολόγος]], αυτός που λέγει περιττά [[λόγια]], [[πολυλογάς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[περισσός]] / [[περιττός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>επής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔπος]]), | |mltxt=και αττ. τ. περιττοεπής, -ές, Α<br />[[περιττολόγος]], αυτός που λέγει περιττά [[λόγια]], [[πολυλογάς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[περισσός]] / [[περιττός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>επής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔπος]]), [[πρβλ]]. [[καλλιεπής]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:10, 10 May 2023
German (Pape)
[Seite 592] ές, Sp., = περισσολόγος.
Greek Monolingual
και αττ. τ. περιττοεπής, -ές, Α
περιττολόγος, αυτός που λέγει περιττά λόγια, πολυλογάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περισσός / περιττός + -επής (< ἔπος), πρβλ. καλλιεπής].