οκτάπλευρος: Difference between revisions

From LSJ

Φύσιν πονηρὰν μεταβαλεῖν οὐ ῥᾴδιον → Haud facile commutatur ingenium malum → Verdorbene Natur zu ändern ist nicht leicht

Menander, Monostichoi, 531
(28)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[οχτάπλευρος]], -η, -ο (Μ [[ὀκτάπλευρος]], -ον)<br />αυτός που έχει [[οκτώ]] πλευρές<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το οκτάπλευρο</i><br />γεωμετρικό [[σχήμα]] που έχει [[οκτώ]] πλευρές οι οποίες κείνται στο ίδιο επίπεδο, το οκτάγωνο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀκτα</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[οκτώ]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>πλευρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πλευρά]]), <b>πρβλ.</b> <i>εξά</i>-<i>πλευρος</i>].
|mltxt=και [[οχτάπλευρος]], -η, -ο (Μ [[ὀκτάπλευρος]], -ον)<br />αυτός που έχει [[οκτώ]] πλευρές<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το οκτάπλευρο</i><br />γεωμετρικό [[σχήμα]] που έχει [[οκτώ]] πλευρές οι οποίες κείνται στο ίδιο επίπεδο, το οκτάγωνο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀκτα</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[οκτώ]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>πλευρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πλευρά]]), [[πρβλ]]. [[εξάπλευρος]]].
}}
}}

Latest revision as of 10:45, 10 May 2023

Greek Monolingual

και οχτάπλευρος, -η, -ο (Μ ὀκτάπλευρος, -ον)
αυτός που έχει οκτώ πλευρές
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το οκτάπλευρο
γεωμετρικό σχήμα που έχει οκτώ πλευρές οι οποίες κείνται στο ίδιο επίπεδο, το οκτάγωνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα- (βλ. λ. οκτώ) + -πλευρος (< πλευρά), πρβλ. εξάπλευρος].