ὀκτώπους: Difference between revisions
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
(28) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὀκτώπους]], -ουν (Α)<br /><b>βλ.</b> [[οκτάπους]]. | |mltxt=[[ὀκτώπους]], -ουν (Α)<br /><b>βλ.</b> [[οκτάπους]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὀκτώπους:''' ὁ, ἡ, -πουν, τό, αυτός που έχει [[μήκος]], [[πλάτος]] ή ύψος δεκαοχτώ ποδών, σε Πλάτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:24, 30 December 2018
English (LSJ)
ουν,
A = ὀκτάπους, as Subst., = σκορπίος, -πουν ἀνεγείρεις Cratin.77 : acc. pl. [ὀκ]τώπους (dub. sens.) prob. in PCair.Zen.510 (iii B. C.). II eight feet long, IG12.313.90 ; of eight square feet, χωρίον Pl.Men.82e, 83a.
German (Pape)
[Seite 318] = ὀκτάπους; τὸ ὀκτώπουν χωρίον, Plat. Men. 82 e; ὀκτώπουν ἀνεγείρεις, Cratin. bei Phot. u. Suid., für σκορπίος.
Greek (Liddell-Scott)
ὀκτώπους: ὁ, ἡ, -πουν, τό, = ὀκτάπους, Κρατῖν. ἐν «Θράτταις» 10· ὡς οὐσιαστ. ἀντὶ σκορπίος, πρβλ. Ἑρμάνν. Πονημάτ. 5. 26. ΙΙ. ὁ ἔχων μῆκος, πλάτος ἢ ὕψος ὀκτὼ ποδῶν, Πλάτ. Μένων 82Ε, 83Α, Συλλ. Ἐπιγρ. 160. 33, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ους, ουν ; gén. ώποδος
1 long, large de huit pieds;
2 ὁ ὀκτώπους, qui marche sur huit pieds, càd le scorpion, animal.
Étymologie: ὀκτώ, πούς.
Greek Monolingual
ὀκτώπους, -ουν (Α)
βλ. οκτάπους.
Greek Monotonic
ὀκτώπους: ὁ, ἡ, -πουν, τό, αυτός που έχει μήκος, πλάτος ή ύψος δεκαοχτώ ποδών, σε Πλάτ.