οἰστρώδης: Difference between revisions

From LSJ

Λόγος διοικεῖ τὸν βροτῶν βίον μόνος → Mortalium res sola regit oratio → Der Menschen Leben ordnet Redekunst allein

Menander, Monostichoi, 314
(28)
(3b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[οἰστρώδης]], -ῶδες (Α) [[οίστρος]]<br />[[μανιώδης]], [[παράφρων]] («δι' ἐπιθυμίας οἰστρώδεις ἐπιχειρεῑ κρατεῑν», <b>Πλάτ.</b>).
|mltxt=[[οἰστρώδης]], -ῶδες (Α) [[οίστρος]]<br />[[μανιώδης]], [[παράφρων]] («δι' ἐπιθυμίας οἰστρώδεις ἐπιχειρεῑ κρατεῑν», <b>Πλάτ.</b>).
}}
{{elru
|elrutext='''οἰστρώδης:''' словно преследуемый слепнями, т. е. исступленный, безумный (ἐπιθυμίαι, λύοσαι Plat.).
}}
}}

Revision as of 00:52, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰστρώδης Medium diacritics: οἰστρώδης Low diacritics: οιστρώδης Capitals: ΟΙΣΤΡΩΔΗΣ
Transliteration A: oistrṓdēs Transliteration B: oistrōdēs Transliteration C: oistrodis Beta Code: oi)strw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A raging, frantic, ἐπιθυμίαι Pl.Ti.91b, Lg.734a, Epicur. Sent.Vat.80 ; λύσσαι Ti.Locr.102e.

Greek (Liddell-Scott)

οἰστρώδης: -ες, (εἶδος) ὁ ὅμοιος πρὸς τὸν κεντηθέντα ὑπὸ οἴστρου· μανιώδης, ἔκφρων, ἐπιθυμίαι Πλάτ. Τίμ. 91Β, Νόμ. 734Α.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
semblable à un animal piqué par un taon ; transporté de fureur.
Étymologie: οἶστρος, -ωδης.

Greek Monolingual

οἰστρώδης, -ῶδες (Α) οίστρος
μανιώδης, παράφρων («δι' ἐπιθυμίας οἰστρώδεις ἐπιχειρεῑ κρατεῑν», Πλάτ.).

Russian (Dvoretsky)

οἰστρώδης: словно преследуемый слепнями, т. е. исступленный, безумный (ἐπιθυμίαι, λύοσαι Plat.).