ὀλιγαῦλαξ: Difference between revisions
From LSJ
Ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο (πέλει) → Vitae bona duo, sanitas, prudentia → Zwei Lebensgüter sind Gesundheit und Verstand
(28) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὀλιγαῡλαξ, -ακος και ὀλιγόλαυξ και δωρ. τ. [[ὀλιγῶλαξ]], ὁ, ἡ (Α)<br />αυτός που περιλαμβάνει μικρή μόνο [[έκταση]] καλλιεργήσιμης γης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀλιγ</i>(<i>ο</i>)- (<b>βλ. λ.</b> <i>λιγο</i>-) <span style="color: red;">+</span> [[αὖλαξ]] (<b>πρβλ.</b> <i>πολυ</i>-<i>αύλαξ</i>)]. | |mltxt=ὀλιγαῡλαξ, -ακος και ὀλιγόλαυξ και δωρ. τ. [[ὀλιγῶλαξ]], ὁ, ἡ (Α)<br />αυτός που περιλαμβάνει μικρή μόνο [[έκταση]] καλλιεργήσιμης γης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀλιγ</i>(<i>ο</i>)- (<b>βλ. λ.</b> <i>λιγο</i>-) <span style="color: red;">+</span> [[αὖλαξ]] (<b>πρβλ.</b> <i>πολυ</i>-<i>αύλαξ</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὀλῐγαῦλαξ:''' -ᾰκος, ὁ, ἡ, αυτός που διαθέτει λίγη καλλιεργήσιμη γη, σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:40, 31 December 2018
English (LSJ)
ᾰκος, ὁ, ἡ,
A having but little arable land, AP6.226 (Leon., ὀλιγόλαυξ cod.Pal. ; ὀλιγῶλαξ (Dor.) Brunck).
German (Pape)
[Seite 320] ακος, = ὀλιγῶλαξ, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
ὀλῐγαῦλαξ: -ᾰκος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων ὀλίγην μόνην ἀρόσιμον γῆν, Ἀνθ. Π. 6. 226, Παλατ. Κῶδ. ὀλιγόλαυξ· ὁ Brunck παραδέχεται τὸν Δωρ. τύπον ὀλιγῶλαξ.
French (Bailly abrégé)
ακος (ὁ, ἡ)
qui n’a que peu de terre arable.
Étymologie: ὀλίγος, αὖλαξ.
Greek Monolingual
ὀλιγαῡλαξ, -ακος και ὀλιγόλαυξ και δωρ. τ. ὀλιγῶλαξ, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που περιλαμβάνει μικρή μόνο έκταση καλλιεργήσιμης γης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + αὖλαξ (πρβλ. πολυ-αύλαξ)].
Greek Monotonic
ὀλῐγαῦλαξ: -ᾰκος, ὁ, ἡ, αυτός που διαθέτει λίγη καλλιεργήσιμη γη, σε Ανθ.