ὀλιγοπονία: Difference between revisions

From LSJ

μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν → lead us not into temptation

Source
(28)
(3b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀλιγοπονία]], ἡ (Α) [[ολιγόπονος]]<br />[[νωθρότητα]], [[οκνηρία]] («δικαίως ἄν τις τὴν μὲν Ἀττάλου... ὀλιγοπονίαν καταμέμψαιτο», <b>Πολ.</b>).
|mltxt=[[ὀλιγοπονία]], ἡ (Α) [[ολιγόπονος]]<br />[[νωθρότητα]], [[οκνηρία]] («δικαίως ἄν τις τὴν μὲν Ἀττάλου... ὀλιγοπονίαν καταμέμψαιτο», <b>Πολ.</b>).
}}
{{elru
|elrutext='''ὀλῐγοπονία:''' ἡ вялая работа, леность Polyb.
}}
}}

Revision as of 01:00, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλῐγοπονία Medium diacritics: ὀλιγοπονία Low diacritics: ολιγοπονία Capitals: ΟΛΙΓΟΠΟΝΙΑ
Transliteration A: oligoponía Transliteration B: oligoponia Transliteration C: oligoponia Beta Code: o)ligoponi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A sparingness in labour, idleness, Plb. 16.28.3.

German (Pape)

[Seite 321] ἡ, das Wenigarbeiten, Pol. 16, 28, 3.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλῐγοπονία: ἡ, τὸ πονεῖν ὀλίγον, ὀκνηρία, Πολύβ. 16. 28, 3.

Greek Monolingual

ὀλιγοπονία, ἡ (Α) ολιγόπονος
νωθρότητα, οκνηρία («δικαίως ἄν τις τὴν μὲν Ἀττάλου... ὀλιγοπονίαν καταμέμψαιτο», Πολ.).

Russian (Dvoretsky)

ὀλῐγοπονία: ἡ вялая работа, леность Polyb.