ολοήμερος: Difference between revisions

From LSJ

ἀνάγκᾳ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity (Simonides, fr. 37.1.29)

Source
(28)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[ολήμερος]], -η, -ο (Α [[ὁλοήμερος]] και [[ὁλήμερος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που διαρκεί όλη [[μέρα]]<br /><b>2.</b> [[αδιάκοπος]], [[συνεχής]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που εργάζεται όλη την [[ημέρα]] («ὁλοήμεροι ποταμῑται», πάπ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ολοήμερα</i> (Μ ὁλοημέρως)<br /><b>1.</b> καθ' όλη τη [[διάρκεια]] της ημέρας, όλη την [[ημέρα]]<br /><b>2.</b> [[συνεχώς]], αδιάκοπα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὁλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἡμέρα]].
|mltxt=και [[ολήμερος]], -η, -ο (Α [[ὁλοήμερος]] και [[ὁλήμερος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που διαρκεί όλη [[μέρα]]<br /><b>2.</b> [[αδιάκοπος]], [[συνεχής]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που εργάζεται όλη την [[ημέρα]] («ὁλοήμεροι ποταμῖται», πάπ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ολοήμερα</i> (Μ ὁλοημέρως)<br /><b>1.</b> καθ' όλη τη [[διάρκεια]] της ημέρας, όλη την [[ημέρα]]<br /><b>2.</b> [[συνεχώς]], αδιάκοπα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὁλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἡμέρα]].
}}
}}

Latest revision as of 14:43, 6 February 2024

Greek Monolingual

και ολήμερος, -η, -ο (Α ὁλοήμερος και ὁλήμερος, -ον)
1. αυτός που διαρκεί όλη μέρα
2. αδιάκοπος, συνεχής
αρχ.
αυτός που εργάζεται όλη την ημέρα («ὁλοήμεροι ποταμῖται», πάπ.).
επίρρ...
ολοήμερα (Μ ὁλοημέρως)
1. καθ' όλη τη διάρκεια της ημέρας, όλη την ημέρα
2. συνεχώς, αδιάκοπα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο)- + ἡμέρα.