ὁλόπτερος: Difference between revisions

From LSJ

Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.

Source
(28)
(3b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ὁλόπτερος]], -ον)<br /><b>1.</b> (για έντομα) αυτός που έχει ολόκληρα φτερά, όπως οι μέλισσες, οι σφήκες, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τα σχιζόπτερα<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα ολόπτερα</i><br />τα έντομα που έχουν ακέραια, ολόκληρα, αδιαίρετα φτερά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὁλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πτερος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πτερόν]]), <b>πρβλ.</b> <i>μακρό</i>-<i>πτερος</i>].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ὁλόπτερος]], -ον)<br /><b>1.</b> (για έντομα) αυτός που έχει ολόκληρα φτερά, όπως οι μέλισσες, οι σφήκες, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τα σχιζόπτερα<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα ολόπτερα</i><br />τα έντομα που έχουν ακέραια, ολόκληρα, αδιαίρετα φτερά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὁλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πτερος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πτερόν]]), <b>πρβλ.</b> <i>μακρό</i>-<i>πτερος</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''ὁλόπτερος:''' имеющий цельные (нерасщепленные) крылья (ζῷα Arst.).
}}
}}

Revision as of 07:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁλόπτερος Medium diacritics: ὁλόπτερος Low diacritics: ολόπτερος Capitals: ΟΛΟΠΤΕΡΟΣ
Transliteration A: holópteros Transliteration B: holopteros Transliteration C: olopteros Beta Code: o(lo/pteros

English (LSJ)

ον,

   A with whole (i. e. undivided) wings, a generic name of insects such as bees, wasps, etc., opp. σχιζόπτερα, Arist. AP0.96b39, cf. PA692b13,IA709b30,713a4.

German (Pape)

[Seite 326] mit ganzen Flügeln; τὰ ὁλόπτερα heißen die Insekten mit ungespaltenen Flügeln, wie Bienen, im Ggstz der σχιζόπτερα, Arist. part. an. 4, 12 incess. anim. 15 u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

ὁλόπτερος: -ον, ὁ ἔχων ὁλόκληρα πτερά· ὁλόπτερα καλοῦνται γένος ἐντόμων ἐχόντων ἀδιαιρέτους πτέρυγας, οἷον αἱ μέλισσαι, σφῆκες, κλ· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ σχιζόπτερα, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 12, 3, περὶ Ζῴων Πορ. 10. 4., 15, 5, κ. ἀλλ.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ὁλόπτερος, -ον)
1. (για έντομα) αυτός που έχει ολόκληρα φτερά, όπως οι μέλισσες, οι σφήκες, σε αντιδιαστολή προς τα σχιζόπτερα
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ολόπτερα
τα έντομα που έχουν ακέραια, ολόκληρα, αδιαίρετα φτερά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο)- + -πτερος (< πτερόν), πρβλ. μακρό-πτερος].

Russian (Dvoretsky)

ὁλόπτερος: имеющий цельные (нерасщепленные) крылья (ζῷα Arst.).