ομοδαίμων: Difference between revisions

From LSJ

στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood

Source
(28)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὁμοδαίμων]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει την [[ίδια]] [[τύχη]] με κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[δαίμων]] (<b>πρβλ.</b> <i>ισο</i>-[[δαίμων]])].
|mltxt=[[ὁμοδαίμων]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει την [[ίδια]] [[τύχη]] με κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[δαίμων]] ([[πρβλ]]. [[ισοδαίμων]])].
}}
}}

Latest revision as of 14:55, 8 May 2023

Greek Monolingual

ὁμοδαίμων, -ον (Α)
αυτός που έχει την ίδια τύχη με κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + δαίμων (πρβλ. ισοδαίμων)].