ομοδαίμων

From LSJ

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source

Greek Monolingual

ὁμοδαίμων, -ον (Α)
αυτός που έχει την ίδια τύχη με κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + δαίμων (πρβλ. ισοδαίμων)].