Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu
Full diacritics: ὁμοδαίμων | Medium diacritics: ὁμοδαίμων | Low diacritics: ομοδαίμων | Capitals: ΟΜΟΔΑΙΜΩΝ |
Transliteration A: homodaímōn | Transliteration B: homodaimōn | Transliteration C: omodaimon | Beta Code: o(modai/mwn |
ὁμοδαίμον, gen. ονος, sharing the same δαίμων, ψυχαί Olymp.in Phd.p.190 N.
ὁμοδαίμων, -ον (Α)
αυτός που έχει την ίδια τύχη με κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + δαίμων (πρβλ. ισοδαίμων)].