ομοιοπαθής: Difference between revisions

From LSJ

κοιλία καὶ πολλὰ χωρεῖ κὠλίγα → Ut multa venter accipit, sic paucula → Der Bauch fasst wenig, aber ebenso auch viel

Menander, Monostichoi, 226
(28)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (ΑΜ [[ὁμοιοπαθής]], -ές)<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται στην [[ίδια]] [[κατάσταση]] με άλλον ή με άλλους, αυτός που παθαίνει τα [[ίδια]] [[δεινά]] με άλλον ή με άλλους<br /><b>2.</b> (για πράγματα) αυτός που υπόκειται στους ίδιους νόμους στους οποίους υπόκεινται και άλλοι. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὁμοιοπαθῶς</i> (Μ)<br />με τρόπο ομοιοπαθή.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομοι</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>παθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πάθος]]), <b>πρβλ.</b> <i>πολυ</i>-<i>παθής</i>].
|mltxt=-ές (ΑΜ [[ὁμοιοπαθής]], -ές)<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται στην [[ίδια]] [[κατάσταση]] με άλλον ή με άλλους, αυτός που παθαίνει τα [[ίδια]] [[δεινά]] με άλλον ή με άλλους<br /><b>2.</b> (για πράγματα) αυτός που υπόκειται στους ίδιους νόμους στους οποίους υπόκεινται και άλλοι. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὁμοιοπαθῶς</i> (Μ)<br />με τρόπο ομοιοπαθή.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομοι</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>παθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πάθος]]), [[πρβλ]]. [[πολυπαθής]]].
}}
}}

Latest revision as of 10:40, 10 May 2023

Greek Monolingual

-ές (ΑΜ ὁμοιοπαθής, -ές)
1. αυτός που βρίσκεται στην ίδια κατάσταση με άλλον ή με άλλους, αυτός που παθαίνει τα ίδια δεινά με άλλον ή με άλλους
2. (για πράγματα) αυτός που υπόκειται στους ίδιους νόμους στους οποίους υπόκεινται και άλλοι.
επίρρ...
ὁμοιοπαθῶς (Μ)
με τρόπο ομοιοπαθή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο)- + -παθής (< πάθος), πρβλ. πολυπαθής].