ὁμοιοπαθής

From LSJ

Πολλοὺς ὁ πόλεμος δι' ὀλίγους ἀπώλεσεν → Bellum paucorum gratia aufert plurimos → Der Krieg vernichtet viele wegen weniger

Menander, Monostichoi, 443
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμοιοπαθής Medium diacritics: ὁμοιοπαθής Low diacritics: ομοιοπαθής Capitals: ΟΜΟΙΟΠΑΘΗΣ
Transliteration A: homoiopathḗs Transliteration B: homoiopathēs Transliteration C: omoiopathis Beta Code: o(moiopaqh/s

English (LSJ)

ὁμοιοπαθές, having like feelings or passions, τινι Pl.R. 409b, Act.Ap.14.15; affected in the same way, Pl.Ti.45c, Thphr. HP5.7.2; χελῶναι -παθεῖς ταῖς πορθμίσιν Agatharch.47, cf. 32.

German (Pape)

[Seite 335] ές, ähnliche Empfindungen habend, sich in einem ähnlichen Zustande befindend, ähnlich; ὁμοιοπαθὲς πᾶν γιγνόμενον, Plat. Tim. 45 c; παραδείγματα ὁμοιοπαθῆ τοῖς πονηροῖς, Rep. III, 409 b; Theophr. u. Folgde, wie Plut.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
affecté de même que, τινι;
NT: de même condition, semblable.
Étymologie: ὅμοιος, πάθος.

Russian (Dvoretsky)

ὁμοιοπᾰθής: находящийся в одинаковом состоянии, похожий (τινι Plat., Plut., NT).

Greek (Liddell-Scott)

ὁμοιοπαθής: -ές, ὁ ἔχων τὰ αὐτὰ αἰσθήματα ἢ πάθη καὶ διαθέσεις, συμπαθητικός, τινι Πλάτ. Πολ. 409Β, κτλ., ἴδε Wyttenb. εἰς Πλούτ. 2. 72Β· -Ἐπίρρ., -θῶς, Θ. Στουδ. 578Ε. ΙΙ. καθόλου, ὅμοιος κατὰ τὴν φύσιν, Πλάτ. Τίμ. 45C.

English (Strong)

from ὅμοιος and the alternate of πάσχω; similarly affected: of (subject to) like passions.

English (Thayer)

ὁμοιοπαθες (ὅμοιος, πάσχω), suffering the like with another, of like feelings or affections: τίνι, Plato, rep. 3,409b., Tim. 45c.; Theophrastus, h. pl. 5,8 (7,2); Philo, conf. ling. § 3; γῆ, i. e. trodden alike by all, Ignatius (interpolated) ad Trall. 10 [ET]; Eusebius, h. e. 1,2, 1 (both of the incarnate Logos)) in Grimm on 4 Maccabees, p. 344.)

Greek Monolingual

-ές (ΑΜ ὁμοιοπαθής, -ές)
1. αυτός που βρίσκεται στην ίδια κατάσταση με άλλον ή με άλλους, αυτός που παθαίνει τα ίδια δεινά με άλλον ή με άλλους
2. (για πράγματα) αυτός που υπόκειται στους ίδιους νόμους στους οποίους υπόκεινται και άλλοι.
επίρρ...
ὁμοιοπαθῶς (Μ)
με τρόπο ομοιοπαθή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο)- + -παθής (< πάθος), πρβλ. πολυπαθής].

Greek Monotonic

ὁμοιοπᾰθής: -ές (πάθος),·
I. αυτός που τρέφει παρόμοια συναισθήματα ή πάθη και διαθέσεις, αυτός που συμπάσχει, τινι, με κάποιον άλλο, σε Πλάτ.
II. γενικά, παρεμφερής ως προς τη φύση, στον ίδ.

Middle Liddell

ὁμοιο-πᾰθής, ές πάθος
I. having like feelings or affections, sympathetic, τινί with another, Plat.
II. generally, of like nature, Plat.

Chinese

原文音譯:Ðmoiopaq»j 何妹哦-爬帖士
詞類次數:形容詞(2)
原文字根:有如-情感(的)
字義溯源:同受影響的,性情相同的,性情一樣,一樣性情,愛好相同的,感覺相同的;由(ὅμοιος)=好像)與(πάσχω)*=經歷)組成;而 (ὅμοιος)出自(ὁμοῦ)=相同), (ὁμοῦ)又出自(ὁμολογουμένως)X*=同一的)
出現次數:總共(2);徒(1);雅(1)
譯字彙編
1) 性情⋯一樣的(1) 徒14:15;
2) 一樣性情的(1) 雅5:17