ὁμοιοπαθής
Πολλοὺς ὁ πόλεμος δι' ὀλίγους ἀπώλεσεν → Bellum paucorum gratia aufert plurimos → Der Krieg vernichtet viele wegen weniger
English (LSJ)
ὁμοιοπαθές, having like feelings or passions, τινι Pl.R. 409b, Act.Ap.14.15; affected in the same way, Pl.Ti.45c, Thphr. HP5.7.2; χελῶναι -παθεῖς ταῖς πορθμίσιν Agatharch.47, cf. 32.
German (Pape)
[Seite 335] ές, ähnliche Empfindungen habend, sich in einem ähnlichen Zustande befindend, ähnlich; ὁμοιοπαθὲς πᾶν γιγνόμενον, Plat. Tim. 45 c; παραδείγματα ὁμοιοπαθῆ τοῖς πονηροῖς, Rep. III, 409 b; Theophr. u. Folgde, wie Plut.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
affecté de même que, τινι;
NT: de même condition, semblable.
Étymologie: ὅμοιος, πάθος.
Russian (Dvoretsky)
ὁμοιοπᾰθής: находящийся в одинаковом состоянии, похожий (τινι Plat., Plut., NT).
Greek (Liddell-Scott)
ὁμοιοπαθής: -ές, ὁ ἔχων τὰ αὐτὰ αἰσθήματα ἢ πάθη καὶ διαθέσεις, συμπαθητικός, τινι Πλάτ. Πολ. 409Β, κτλ., ἴδε Wyttenb. εἰς Πλούτ. 2. 72Β· -Ἐπίρρ., -θῶς, Θ. Στουδ. 578Ε. ΙΙ. καθόλου, ὅμοιος κατὰ τὴν φύσιν, Πλάτ. Τίμ. 45C.
English (Strong)
from ὅμοιος and the alternate of πάσχω; similarly affected: of (subject to) like passions.
English (Thayer)
ὁμοιοπαθες (ὅμοιος, πάσχω), suffering the like with another, of like feelings or affections: τίνι, Plato, rep. 3,409b., Tim. 45c.; Theophrastus, h. pl. 5,8 (7,2); Philo, conf. ling. § 3; γῆ, i. e. trodden alike by all, Ignatius (interpolated) ad Trall. 10 [ET]; Eusebius, h. e. 1,2, 1 (both of the incarnate Logos)) in Grimm on 4 Maccabees, p. 344.)
Greek Monolingual
-ές (ΑΜ ὁμοιοπαθής, -ές)
1. αυτός που βρίσκεται στην ίδια κατάσταση με άλλον ή με άλλους, αυτός που παθαίνει τα ίδια δεινά με άλλον ή με άλλους
2. (για πράγματα) αυτός που υπόκειται στους ίδιους νόμους στους οποίους υπόκεινται και άλλοι.
επίρρ...
ὁμοιοπαθῶς (Μ)
με τρόπο ομοιοπαθή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο)- + -παθής (< πάθος), πρβλ. πολυπαθής].
Greek Monotonic
ὁμοιοπᾰθής: -ές (πάθος),·
I. αυτός που τρέφει παρόμοια συναισθήματα ή πάθη και διαθέσεις, αυτός που συμπάσχει, τινι, με κάποιον άλλο, σε Πλάτ.
II. γενικά, παρεμφερής ως προς τη φύση, στον ίδ.
Middle Liddell
ὁμοιο-πᾰθής, ές πάθος
I. having like feelings or affections, sympathetic, τινί with another, Plat.
II. generally, of like nature, Plat.
Chinese
原文音譯:Ðmoiopaq»j 何妹哦-爬帖士
詞類次數:形容詞(2)
原文字根:有如-情感(的)
字義溯源:同受影響的,性情相同的,性情一樣,一樣性情,愛好相同的,感覺相同的;由(ὅμοιος)=好像)與(πάσχω)*=經歷)組成;而 (ὅμοιος)出自(ὁμοῦ)=相同), (ὁμοῦ)又出自(ὁμολογουμένως)X*=同一的)
出現次數:總共(2);徒(1);雅(1)
譯字彙編:
1) 性情⋯一樣的(1) 徒14:15;
2) 一樣性情的(1) 雅5:17