ὀνεία: Difference between revisions
From LSJ
(29) |
(5) |
||
Line 10: | Line 10: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὀνεία]], ἡ (Α)<br /><b>βλ.</b> <i>όνειος</i>. | |mltxt=[[ὀνεία]], ἡ (Α)<br /><b>βλ.</b> <i>όνειος</i>. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὀνεία:''' (ενν. [[δορά]]), ἡ, [[δέρμα]], [[τομάρι]] γαιδάρου, θηλ. του [[ὄνειος]], σε Βάβρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:36, 31 December 2018
German (Pape)
[Seite 345] ἡ, sc. δορά, Eselshaut, Eselsfell, Babr. bei Suid. S. ὄνειος.
Greek (Liddell-Scott)
ὀνεία: (ἐξυπ. δορά), ἡ, δέρμα ὄνου, θηλ τοῦ ὄνειος, Βάβρ. 7. 13.
French (Bailly abrégé)
v. ὄνειος¹.
Greek Monolingual
ὀνεία, ἡ (Α)
βλ. όνειος.
Greek Monotonic
ὀνεία: (ενν. δορά), ἡ, δέρμα, τομάρι γαιδάρου, θηλ. του ὄνειος, σε Βάβρ.