ὀνήτωρ: Difference between revisions

From LSJ

ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language

Source
(29)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀνήτωρ]] και δωρ. τ. ὀνάτωρ, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[ωφέλιμος]], [[χρήσιμος]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] εμπλάστρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ὀνη</i>- του [[ὀνίνημι]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τωρ</i> (<b>πρβλ.</b> <i>γεννή</i>-<i>τωρ</i>)].
|mltxt=[[ὀνήτωρ]] και δωρ. τ. ὀνάτωρ, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[ωφέλιμος]], [[χρήσιμος]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] εμπλάστρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ὀνη</i>- του [[ὀνίνημι]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τωρ</i> (<b>πρβλ.</b> <i>γεννή</i>-<i>τωρ</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὀνήτωρ:''' Δωρ. ὀνάτωρ, -ορος, ὁ, = [[ὀνήσιμος]], σε Πίνδ.
}}
}}

Revision as of 00:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀνήτωρ Medium diacritics: ὀνήτωρ Low diacritics: ονήτωρ Capitals: ΟΝΗΤΩΡ
Transliteration A: onḗtōr Transliteration B: onētōr Transliteration C: onitor Beta Code: o)nh/twr

English (LSJ)

Dor. ὀνάτωρ [ᾱ], ορος, ὁ,

   A = ὀνήσιμος, beneficial, τόκος ὀνάτωρ Pi.O.10(11).9(corr. Herm. for θνατῶν), cf. Trag.Adesp.405 (cj. Bgk.), Hsch. ; name of a plaster, ὀ. εἰς ἅπαντα Androm. ap. Gal.13.840.

German (Pape)

[Seite 347] ορος, ὁ, = ὀνήσιμος, ὄνησιν φέρων, Hesych. S. nom. pr.

Greek (Liddell-Scott)

ὀνήτωρ: Δωρ. ὀνάτωρ, -ορος, ὁ, = ὀνήσιμος, ὁ ὄνησιν φέρων, τόκος ὀνάτωρ Πινδ. Ο. 10 (11). 12 (κατὰ τὸν Ἕρμανν. ἀντὶ θνατῶν), Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ὀνήτωρ και δωρ. τ. ὀνάτωρ, ὁ (Α)
1. ωφέλιμος, χρήσιμος
2. είδος εμπλάστρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀνη- του ὀνίνημι + επίθημα -τωρ (πρβλ. γεννή-τωρ)].

Greek Monotonic

ὀνήτωρ: Δωρ. ὀνάτωρ, -ορος, ὁ, = ὀνήσιμος, σε Πίνδ.