ονόκωλος: Difference between revisions
From LSJ
Μὴ πάντα πειρῶ πᾶσι πιστεύειν ἀεί → Credenda cunctis esse cuncta ne putes → Glaub ja nicht allen alles immerdar
(29) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὀνόκωλος]], -ον, θηλ. και [[ὀνοκώλη]] (ΑΜ, Μ θηλ. ὀνόκωλις)<br />(ως [[προσωνυμία]] του φαντάσματος της Εμπούσης) αυτός που έχει πόδια όνου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄνος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κωλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κῶλον]]), | |mltxt=[[ὀνόκωλος]], -ον, θηλ. και [[ὀνοκώλη]] (ΑΜ, Μ θηλ. ὀνόκωλις)<br />(ως [[προσωνυμία]] του φαντάσματος της Εμπούσης) αυτός που έχει πόδια όνου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄνος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κωλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κῶλον]]), [[πρβλ]]. [[αγκυλόκωλος]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:35, 10 May 2023
Greek Monolingual
ὀνόκωλος, -ον, θηλ. και ὀνοκώλη (ΑΜ, Μ θηλ. ὀνόκωλις)
(ως προσωνυμία του φαντάσματος της Εμπούσης) αυτός που έχει πόδια όνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + -κωλος (< κῶλον), πρβλ. αγκυλόκωλος].