ὀνόκωλος

From LSJ

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀνόκωλος Medium diacritics: ὀνόκωλος Low diacritics: ονόκωλος Capitals: ΟΝΟΚΩΛΟΣ
Transliteration A: onókōlos Transliteration B: onokōlos Transliteration C: onokolos Beta Code: o)no/kwlos

English (LSJ)

ὀνόκωλον, = ὀνοσκελίς, of the hobgoblin Empusa, Sch. Ar.Ra.296:—also ὀνόκωλις, ἡ, Eust.1704.42.

German (Pape)

[Seite 348] eselsfüßig, Schol. Ar. Ran. 295.

Greek (Liddell-Scott)

ὀνόκωλος: -ον, = ὀνοσκελίς, ἐπὶ τοῦ φαντάσματος τῆς Ἐμπούσης, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 295· ὡσαύτως ὀνοκώλη, ὀνόκωλις, ἡ, Εὐστ. 1704. 4, Ἐτυμολ. Μέγα.

Greek Monolingual

ὀνόκωλος, -ον, θηλ. και ὀνοκώλη (ΑΜ, Μ θηλ. ὀνόκωλις)
(ως προσωνυμία του φαντάσματος της Εμπούσης) αυτός που έχει πόδια όνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + -κωλος (< κῶλον), πρβλ. αγκυλόκωλος].