οπαδός: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ φῦναι τὸν ἅπαντα νικᾷ λόγον → Not to be born is, past all prizing, best.

Sophocles, Oedipus Coloneus l. 1225
(29)
 
m (Text replacement - "οῑς" to "οῖς")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, η (Α [[ὀπαδός]], ιων. τ. [[ὀπηδός]])<br />αυτός που συμπορεύεται, [[συνοδοιπόρος]], [[ακόλουθος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που αποδέχεται και ακολουθεί τις πολιτικές ή κοινωνικές ή φιλοσοφικές ιδέες κάποιου, [[θιασώτης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σωματοφύλακας]] («ἐμοὶ δ' ὀπαδοὺς τούσδε καὶ δορυσσόους», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>ως επίθ.</b> αυτός που συνοδεύει και υπηρετεί κάποιον, [[θεράπων]] («πτεροῑς ὀπαδοῑς ὕπνου κελεύθοις», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «τέκνων [[ὀπαδός]]» — [[παιδαγωγός]] (<b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[οπάζω]]].
|mltxt=ο, η (Α [[ὀπαδός]], ιων. τ. [[ὀπηδός]])<br />αυτός που συμπορεύεται, [[συνοδοιπόρος]], [[ακόλουθος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που αποδέχεται και ακολουθεί τις πολιτικές ή κοινωνικές ή φιλοσοφικές ιδέες κάποιου, [[θιασώτης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σωματοφύλακας]] («ἐμοὶ δ' ὀπαδοὺς τούσδε καὶ δορυσσόους», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>ως επίθ.</b> αυτός που συνοδεύει και υπηρετεί κάποιον, [[θεράπων]] («πτεροῖς ὀπαδοῖς ὕπνου κελεύθοις», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «τέκνων [[ὀπαδός]]» — [[παιδαγωγός]] (<b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[οπάζω]]].
}}
}}

Latest revision as of 15:00, 18 June 2022

Greek Monolingual

ο, η (Α ὀπαδός, ιων. τ. ὀπηδός)
αυτός που συμπορεύεται, συνοδοιπόρος, ακόλουθος
νεοελλ.
αυτός που αποδέχεται και ακολουθεί τις πολιτικές ή κοινωνικές ή φιλοσοφικές ιδέες κάποιου, θιασώτης
αρχ.
1. σωματοφύλακας («ἐμοὶ δ' ὀπαδοὺς τούσδε καὶ δορυσσόους», Αισχύλ.)
2. ως επίθ. αυτός που συνοδεύει και υπηρετεί κάποιον, θεράπων («πτεροῖς ὀπαδοῖς ὕπνου κελεύθοις», Αισχύλ.)
3. φρ. «τέκνων ὀπαδός» — παιδαγωγός (Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. οπάζω].