ὁρκικός: Difference between revisions

From LSJ

μήτε δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement until you have heard a speech on both sides

Source
(29)
(3b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὁρκικός]], -ή, όν (Α) [[όρκος]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον όρκο.
|mltxt=[[ὁρκικός]], -ή, όν (Α) [[όρκος]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον όρκο.
}}
{{elru
|elrutext='''ὁρκικός:''' Diog. L. = [[ὅρκιος]].
}}
}}

Revision as of 01:08, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁρκικός Medium diacritics: ὁρκικός Low diacritics: ορκικός Capitals: ΟΡΚΙΚΟΣ
Transliteration A: horkikós Transliteration B: horkikos Transliteration C: orkikos Beta Code: o(rkiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A belonging to, of the nature of, an oath, Stoic. 2.58,60, Sch.Il.1.77.

German (Pape)

[Seite 378] = ὅρκιος, VLL. Schol. Il. 1, 77 D. L. 7, 56.

Greek (Liddell-Scott)

ὁρκικός: -ή, -όν, = ὅρκιος, Διογ. Λ. 7. 66, Σχόλ. Ἑνετ. εἰς Ἰλ. Α. 77.

Greek Monolingual

ὁρκικός, -ή, όν (Α) όρκος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον όρκο.

Russian (Dvoretsky)

ὁρκικός: Diog. L. = ὅρκιος.