ὀρνιθοσκοπία: Difference between revisions
From LSJ
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
(29) |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ornithoskopia | |Transliteration C=ornithoskopia | ||
|Beta Code=o)rniqoskopi/a | |Beta Code=o)rniqoskopi/a | ||
|Definition=ἡ, <span class="sense" | |Definition=ἡ, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> = [[ὀρνιθομαντεία]], Phleg. 37J.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 07:25, 13 December 2020
English (LSJ)
ἡ, A = ὀρνιθομαντεία, Phleg. 37J.
German (Pape)
[Seite 383] ἡ, die Vogelschau und das Wahrsagen daraus, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρνῑθοσκοπία: ἡ, = ὀρνιθομαντεία, Ἀποστολ. Διαταγ. Βασιλ., κτλ.
Greek Monolingual
ὀρνιθοσκοπία, ἡ (Α) ορνιθοσκόπος
πρόβλεψη του μέλλοντος από την παρατήρηση του πετάγματος ή της κραυγής πτηνών, ορνιθομαντεία.