ὀρχάς: Difference between revisions

From LSJ

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source
(29)
(3b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ὀρχάς]], -[[άδος]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> αυτή που περιφράσσει, που περικλείει («ὀρχὰς [[στέγη]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ὀρχάς]]<br />[[περίβολος]] [[αἱμασιά]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄρχος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άς</i>, -[[άδος]] (<b>πρβλ.</b> <i>θαμν</i>-<i>άς</i>)].———————— <b>(II)</b><br />[[ὀρχάς]], -[[άδος]], ἡ (Α)<br />[[είδος]] [[ελιάς]] η οποία ονομάστηκε [[έτσι]] από το [[σχήμα]] της.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄρχις]] (ΙΙ) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άς</i>, -[[άδος]] (<b>πρβλ.</b> <i>κοτιν</i>-<i>άς</i>)].
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ὀρχάς]], -[[άδος]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> αυτή που περιφράσσει, που περικλείει («ὀρχὰς [[στέγη]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ὀρχάς]]<br />[[περίβολος]] [[αἱμασιά]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄρχος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άς</i>, -[[άδος]] (<b>πρβλ.</b> <i>θαμν</i>-<i>άς</i>)].———————— <b>(II)</b><br />[[ὀρχάς]], -[[άδος]], ἡ (Α)<br />[[είδος]] [[ελιάς]] η οποία ονομάστηκε [[έτσι]] από το [[σχήμα]] της.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄρχις]] (ΙΙ) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άς</i>, -[[άδος]] (<b>πρβλ.</b> <i>κοτιν</i>-<i>άς</i>)].
}}
{{elru
|elrutext='''ὀρχάς:''' άδος adj. f огораживающий, закрывающий ([[στέγη]] Soph.).
}}
}}

Revision as of 01:08, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρχάς Medium diacritics: ὀρχάς Low diacritics: ορχάς Capitals: ΟΡΧΑΣ
Transliteration A: orchás Transliteration B: orchas Transliteration C: orchas Beta Code: o)rxa/s

English (LSJ)

(A), άδος, fem. Adj.

   A enclosing, στέγη S.Fr.812 ; ὀρχάς· περίβολος, αἱμασιά, Hsch.
ὀρχάς (B), άδος, ἡ, (ὄρχις) a kind of

   A olive, so called from its shape, Nic.Al.87, Virg.G.2.86 ; cf. ὄρχις 111.

German (Pape)

[Seite 389] άδος, ἡ, eine Olivenart, von der Gestalt der Hoden, ὄρχις, Hesych. άδος, ἡ, = Vorigem, Hesych.; Soph. frg. 133 bei Phot. ῥάχοισιν ὀρχάδος στέγης.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρχάς: -άδος, θηλ. ἐπίθ. ἡ περικλείουσα, στέγη Σοφ. Ἀποσπ. 935· «ὀρχάς· περιβολάς, αἱμασιά» Ἡσύχ., πρβλ. Φώτ. ἐν λ. ῥάχος.

Greek Monolingual

(I)
ὀρχάς, -άδος, ἡ (Α)
1. αυτή που περιφράσσει, που περικλείει («ὀρχὰς στέγη», Σοφ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) «ὀρχάς
περίβολος αἱμασιά».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρχος + κατάλ. -άς, -άδος (πρβλ. θαμν-άς)].———————— (II)
ὀρχάς, -άδος, ἡ (Α)
είδος ελιάς η οποία ονομάστηκε έτσι από το σχήμα της.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρχις (ΙΙ) + κατάλ. -άς, -άδος (πρβλ. κοτιν-άς)].

Russian (Dvoretsky)

ὀρχάς: άδος adj. f огораживающий, закрывающий (στέγη Soph.).