ὀστώδης: Difference between revisions
From LSJ
Κακῷ σὺν ἀνδρὶ μηδ' ὅλως ὁδοιπόρει → Hominem malignum nec viae comitem cape → Nimm einen Schurken nie zum Wegbegleiter dir
(29) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ες (Α [[ὀστώδης]], -ῶδες)<br /><b>βλ.</b> [[οστεώδης]]. | |mltxt=-ες (Α [[ὀστώδης]], -ῶδες)<br /><b>βλ.</b> [[οστεώδης]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὀστώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), αυτός που μοιάζει με [[οστό]], [[οστεώδης]], σε Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:48, 31 December 2018
English (LSJ)
ες,
A like bone, bony, X.Eq.1.8, 5.6, Arist.HA500b23, al., Thphr.HP3.18.5; ὀ. μέρη PMed.in Arch.Pap.4.271 (iii A. D.), cf. Porph.Gaur.17.7: Comp. -έστερος Arist.PA654a30.
German (Pape)
[Seite 401] ες, knochenartig, knochig, Arist. bei Ath. VII, 310; Xen. Equ. 1, 8.
Greek (Liddell-Scott)
ὀστώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς ὀστοῦν, ἐκ τῆς φύσεως τοῦ ὀστοῦ, πλήρης ὀστῶν, Ξεν. Ἱππ. 1, 8., 5, 6, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 28, κ. ἀλλ.· Συγκρ. -έστερος, αὐτόθι 3. 7, 11.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
osseux.
Étymologie: ὀστέον, -ωδης.
Greek Monolingual
-ες (Α ὀστώδης, -ῶδες)
βλ. οστεώδης.
Greek Monotonic
ὀστώδης: -ες (εἶδος), αυτός που μοιάζει με οστό, οστεώδης, σε Ξεν.