ουσιώ: Difference between revisions

From LSJ

Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun

Menander, Monostichoi, 385
(30)
 
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=οὐσιῶ, -όω (Α) [[ουσία]]<br /><b>1.</b> [[δίνω]] [[υπόσταση]], [[δημιουργώ]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>οὐσιοῡμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />[[υπάρχω]] ή έχω [[ουσία]] («φωνὴ οὐδεμία οὐσίωται, εὐτυχεῑν δὲ καὶ δυστυχεῑν οὐσίαις τισὶν ἐπιλέγεται», <b>Ευστ.</b>).
|mltxt=οὐσιῶ, -όω (Α) [[ουσία]]<br /><b>1.</b> [[δίνω]] [[υπόσταση]], [[δημιουργώ]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>οὐσιοῦμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />[[υπάρχω]] ή έχω [[ουσία]] («φωνὴ οὐδεμία οὐσίωται, εὐτυχεῑν δὲ καὶ δυστυχεῑν οὐσίαις τισὶν ἐπιλέγεται», <b>Ευστ.</b>).
}}
}}

Revision as of 16:35, 26 March 2021

Greek Monolingual

οὐσιῶ, -όω (Α) ουσία
1. δίνω υπόσταση, δημιουργώ
2. παθ. οὐσιοῦμαι, -όομαι
υπάρχω ή έχω ουσία («φωνὴ οὐδεμία οὐσίωται, εὐτυχεῑν δὲ καὶ δυστυχεῑν οὐσίαις τισὶν ἐπιλέγεται», Ευστ.).