οφθάλμιος: Difference between revisions

From LSJ

ἄδικον ἦν πλοῦτον ἔχειν παρὰ νόμον → it is unjust to have money against the law

Source
(30)
 
m (Text replacement - "<i>τὰ [[" to "τὰ [[")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀφθάλμιος]], -ον (Α) [[οφθαλμός]]<br /><b>1.</b> ο [[σχετικός]] με τους οφθαλμούς<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ [[ὀφθάλμια]]<br />α) η [[περιοχή]] τών οφθαλμών<br />β) μαρμάρινη, ξύλινη ή μεταλλική [[παράσταση]] οφθαλμών ως [[ανάθημα]].
|mltxt=[[ὀφθάλμιος]], -ον (Α) [[οφθαλμός]]<br /><b>1.</b> ο [[σχετικός]] με τους οφθαλμούς<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) τὰ [[ὀφθάλμια]]<br />α) η [[περιοχή]] τών οφθαλμών<br />β) μαρμάρινη, ξύλινη ή μεταλλική [[παράσταση]] οφθαλμών ως [[ανάθημα]].
}}
}}

Latest revision as of 12:20, 14 January 2019

Greek Monolingual

ὀφθάλμιος, -ον (Α) οφθαλμός
1. ο σχετικός με τους οφθαλμούς
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ὀφθάλμια
α) η περιοχή τών οφθαλμών
β) μαρμάρινη, ξύλινη ή μεταλλική παράσταση οφθαλμών ως ανάθημα.