οφθαλμοβόλος: Difference between revisions

From LSJ

Λεύσσετε, Θήβης οἱ κοιρανίδαι τὴν βασιλειδᾶν μούνην λοιπήν, οἷα πρὸς οἵων ἀνδρῶν πάσχω → See, you leaders of Thebes, what sorts of things I, its last princess, suffer at the hands of such men

Sophocles, Antigone, 940-942
(30)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "πρβλ. $2$4.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀφθαλμοβόλος]], -ον (Α)<br />αυτός που ρίχνει τα βλέμματά του σε κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀφθαλμός]] <span style="color: red;">+</span> -[[βόλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]]), <b>πρβλ.</b> <i>πυρο</i>-[[βόλος]].
|mltxt=[[ὀφθαλμοβόλος]], -ον (Α)<br />αυτός που ρίχνει τα βλέμματά του σε κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀφθαλμός]] <span style="color: red;">+</span> -[[βόλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]]), [[πρβλ]]. [[πυροβόλος]].
}}
}}

Latest revision as of 13:14, 25 August 2021

Greek Monolingual

ὀφθαλμοβόλος, -ον (Α)
αυτός που ρίχνει τα βλέμματά του σε κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀφθαλμός + -βόλος (< βάλλω), πρβλ. πυροβόλος.