ὀφθαλμοβόλος

From LSJ

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀφθαλμοβόλος Medium diacritics: ὀφθαλμοβόλος Low diacritics: οφθαλμοβόλος Capitals: ΟΦΘΑΛΜΟΒΟΛΟΣ
Transliteration A: ophthalmobólos Transliteration B: ophthalmobolos Transliteration C: ofthalmovolos Beta Code: o)fqalmobo/los

English (LSJ)

ὀφθαλμοβόλον, casting glances, opp. ἐπιτευκτικός, Vett. Val.117.18.

Greek Monolingual

ὀφθαλμοβόλος, -ον (Α)
αυτός που ρίχνει τα βλέμματά του σε κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀφθαλμός + -βόλος (< βάλλω), πρβλ. πυροβόλος.