Ἡρακλέους ὀργήν τιν' ἔχων → with a temper like Heracles', with a temper like Hercules'
ὀφθαλμοβόλος, -ον (Α)αυτός που ρίχνει τα βλέμματά του σε κάποιον.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀφθαλμός + -βόλος (< βάλλω), πρβλ. πυροβόλος.