παιδογόνιον: Difference between revisions

From LSJ

ὥστεβίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable

Source
(30)
 
m (Text replacement - "<i>τὰ [[" to "τὰ [[")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[παιδογόνιον]], τὸ (Α) [[παιδογόνος]]<br /><b>1.</b> η [[γέννηση]] τέκνου<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ [[παιδογόνια]] (ενν. [[ἱερά]])<br />[[εορτή]] για τη [[γέννηση]] παιδιού.
|mltxt=[[παιδογόνιον]], τὸ (Α) [[παιδογόνος]]<br /><b>1.</b> η [[γέννηση]] τέκνου<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> τὰ [[παιδογόνια]] (ενν. [[ἱερά]])<br />[[εορτή]] για τη [[γέννηση]] παιδιού.
}}
}}

Latest revision as of 12:20, 14 January 2019

Greek Monolingual

παιδογόνιον, τὸ (Α) παιδογόνος
1. η γέννηση τέκνου
2. στον πληθ. τὰ παιδογόνια (ενν. ἱερά)
εορτή για τη γέννηση παιδιού.