πάλκος: Difference between revisions

From LSJ

ἔστι δίκης ὀφθαλμός ὃς τά πανθ' ὁρᾶ → there is an eye of justice that sees everything, all-seeing justice

Source
(30)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=palkos
|Transliteration C=palkos
|Beta Code=pa/lkos
|Beta Code=pa/lkos
|Definition=<b class="b3">πηλός</b>, Hsch.
|Definition=[[πηλός]], Hsch.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[πάλκος]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[πηλός]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τ. αμφίβολης ετυμολ. που πιθ. συνδέεται με το [[πηλός]] / <i>πᾱλός</i> (<b>πρβλ.</b> λιθουαν. <i>pelke</i> «[[γαιανθρακωρυχείο]]»)].
|mltxt=[[πάλκος]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[πηλός]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τ. αμφίβολης ετυμολ. που πιθ. συνδέεται με το [[πηλός]] / <i>πᾱλός</i> (<b>πρβλ.</b> λιθουαν. <i>pelke</i> «[[γαιανθρακωρυχείο]]»)].
}}
}}

Latest revision as of 12:00, 8 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάλκος Medium diacritics: πάλκος Low diacritics: πάλκος Capitals: ΠΑΛΚΟΣ
Transliteration A: pálkos Transliteration B: palkos Transliteration C: palkos Beta Code: pa/lkos

English (LSJ)

πηλός, Hsch.

Greek Monolingual

πάλκος (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «πηλός».
[ΕΤΥΜΟΛ. Τ. αμφίβολης ετυμολ. που πιθ. συνδέεται με το πηλός / πᾱλός (πρβλ. λιθουαν. pelke «γαιανθρακωρυχείο»)].