πανδοχείο: Difference between revisions
From LSJ
Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)
(30) |
m (Text replacement - "εῑον" to "εῖον") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt= | |mltxt=πανδοχεῖον και πανδοκεῖον και [[πανδοκίον]], τὸ, ΝΑ [[πανδοχεύς]]<br />[[οίκημα]] που προσφέρει [[κατάλυμα]], [[κυρίως]] για [[διανυκτέρευση]], [[καθώς]] και [[εστίαση]] και, [[συχνά]], [[ψυχαγωγία]], [[ιδίως]] σε ταξιδιώτες, [[χάνι]]. | ||
}} | }} |