χάνι

From LSJ

κακῆς ἀπ' ἀρχῆς γίγνεται [[τέλος]] κακόν → from a bad [[beginning]] comes a bad end (Euripides' Aeolus fr. 32)

Source

Greek Monolingual

το, Ν
πανδοχείο («το Χάνι της Γραβιάς»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. han].