Παναγία: Difference between revisions
ὕδωρ δὲ πίνων οὐδὲν ἂν τέκοι σοφόν → by drinking water you would never create anything great
(30) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και Παναγιά, η (ΑΜ [[Παναγία]])<br />η πιο συνηθισμένη [[προσωνυμία]] της Θεοτόκου, η [[κατά]] [[πάντα]] αγία και πάναγνη<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> το [[άκρο]] άωτο της σεμνότητας («φαίνεται σωστή [[Παναγία]]»)<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> η [[εικόνα]] ή ο [[ναός]] της Θεοτόκου<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[είναι]] όμορφη σαν [[Παναγία]]» — [[είναι]] πανέμορφη<br />β) «κάθεται σαν [[Παναγία]]» — κάθεται πολύ [[ήσυχος]]<br />γ) «μάς κάνει την [[Παναγία]]» — παριστάνει τον αθώο, τον άγιο<br />δ) «της Παναγίας το [[χορτάρι]]» ή «το [[χέρι]] της Παναγίας» — το [[φυτό]] [[τεύκριο]] το πόλιο<br />ε) «Ύψωση Παναγίας» — ειδική σύντομη [[ιερή]] [[ακολουθία]] η οποία τελείται στην [[τράπεζα]] τών μοναστηριών [[προς]] τιμήν της Θεοτόκου και [[κατά]] την οποία ευλογείται υψούμενος [[άρτος]] [[προς]] τιμήν της.<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=και Παναγιά, η (ΑΜ [[Παναγία]])<br />η πιο συνηθισμένη [[προσωνυμία]] της Θεοτόκου, η [[κατά]] [[πάντα]] αγία και πάναγνη<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> το [[άκρο]] άωτο της σεμνότητας («φαίνεται σωστή [[Παναγία]]»)<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> η [[εικόνα]] ή ο [[ναός]] της Θεοτόκου<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[είναι]] όμορφη σαν [[Παναγία]]» — [[είναι]] πανέμορφη<br />β) «κάθεται σαν [[Παναγία]]» — κάθεται πολύ [[ήσυχος]]<br />γ) «μάς κάνει την [[Παναγία]]» — παριστάνει τον αθώο, τον άγιο<br />δ) «της Παναγίας το [[χορτάρι]]» ή «το [[χέρι]] της Παναγίας» — το [[φυτό]] [[τεύκριο]] το πόλιο<br />ε) «Ύψωση Παναγίας» — ειδική σύντομη [[ιερή]] [[ακολουθία]] η οποία τελείται στην [[τράπεζα]] τών μοναστηριών [[προς]] τιμήν της Θεοτόκου και [[κατά]] την οποία ευλογείται υψούμενος [[άρτος]] [[προς]] τιμήν της.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Το θηλ. του επιθ. [[πανάγιος]] ως κύριο όνομα]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 21:38, 29 December 2020
Greek Monolingual
και Παναγιά, η (ΑΜ Παναγία)
η πιο συνηθισμένη προσωνυμία της Θεοτόκου, η κατά πάντα αγία και πάναγνη
νεοελλ.
1. μτφ. το άκρο άωτο της σεμνότητας («φαίνεται σωστή Παναγία»)
2. συνεκδ. η εικόνα ή ο ναός της Θεοτόκου
3. φρ. α) «είναι όμορφη σαν Παναγία» — είναι πανέμορφη
β) «κάθεται σαν Παναγία» — κάθεται πολύ ήσυχος
γ) «μάς κάνει την Παναγία» — παριστάνει τον αθώο, τον άγιο
δ) «της Παναγίας το χορτάρι» ή «το χέρι της Παναγίας» — το φυτό τεύκριο το πόλιο
ε) «Ύψωση Παναγίας» — ειδική σύντομη ιερή ακολουθία η οποία τελείται στην τράπεζα τών μοναστηριών προς τιμήν της Θεοτόκου και κατά την οποία ευλογείται υψούμενος άρτος προς τιμήν της.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Το θηλ. του επιθ. πανάγιος ως κύριο όνομα].