πανάγιος
English (LSJ)
[ᾰγ], α, ον, all-holy, LXX 4 Ma.7.4.
German (Pape)
[Seite 455] ganz heilig, K. S., auch mit dem bes. fem. παναγία.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰνάγιος: -α, -ον, ὁ κατὰ πάντα ἅγιος, Ἰωσήπ. Μακκ. 7, 2, Ἐκκλ.. - ἡ Παναγία, ἡ παρθένος Μαρία, ἡ μήτηρ τοῦ ΚΥΡΙΟΥ, Συλλ. Ἐπιγρ. 8731, κ. ἀλλ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παναγία. ἱέρεια ἥτις οὐ μίσγεται ἀνδρί».
Spanish
Greek Monolingual
-α, -ο (ΑΜ πανάγιος, -ία, -ον)
1. αγιότατος, ιερότατος
2. (το θηλ. ως κύριο όν.) βλ. Παναγία
νεοελλ.
1. φρ. «Πανάγιος Τάφος» — ο τάφος του Ιησού Χριστού στα Ιεροσόλυμα, καθώς και ο τόπος ή ο ναός όπου βρίσκεται ο τάφος
2. ζωολ. γένος κολεοπτέρων εντόμων
νεοελλ.-μσν.
(το αρσ. στον υπερθ. ως κύριο όν.) ο Παναγιώτατος και Παναγιότατος
α) εκκλησιαστικός τίτλος με τον οποίο προσφωνείται ο Οικουμενικός Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως
β) τίτλος του μητροπολίτη Θεσσαλονίκης, μόνο μέσα στα όρια της επαρχίας του
μσν.
(το αρσ. στον υπερθ. ως κύριο όν.) τίτλος του μητροπολίτη Μονεμβασίας και Τραπεζούντος
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) «παναγία
ἱέρεια ἥτις οὐ μίσγεται ἀνδρί».
επίρρ...
παναγίως (Α)
με πανάγιο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ἅγιος.
Léxico de magia
-ον santísimo en pap. crist., de la Virgen María διὰ τὸ ὄνομα ... τῆς παναγίας θεοτόκου καὶ ἀειπαρθένου Μαρίας en el nombre de la Santísima Madre de Dios y siempre Virgen María C 12 2 del nombre de Dios διὰ τὸ πανάγιον καὶ ἔντιμον ὄνομα τοῦ παντοκράτορος θεοῦ por el nombre santísimo y glorioso del Dios todopoderoso C 12 12